- κασίγνητος
- κασίγνητοςbrothermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κασίγνητος — κασίγνητος, ὁ, ἡ, θηλ. και κασιγνήτη, αιολ. τ. κασιγνήτα, κυπρ. τ. κασινήτα και καινίτα (Α) 1. αδελφός, αδελφή, και ειδ. ο, η ομοπάτριος (α. «Ἰφιδάμαντος κασίγνητον», Ομ. Ιλ. β. «τώδε τὼ κασιγνήτω» οι δύο αυτές αδελφές, Σοφ.) 2. (το θηλ. και… … Dictionary of Greek
κασιγνήτω — κασίγνητος brother masc nom/voc/acc dual κασίγνητος brother masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασιγνήτοιο — κασίγνητος brother masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασιγνήτοις — κασίγνητος brother masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασιγνήτοισι — κασίγνητος brother masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασιγνήτοισιν — κασίγνητος brother masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασιγνήτου — κασίγνητος brother masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασιγνήτους — κασίγνητος brother masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασιγνήτων — κασίγνητος brother masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασιγνήτῳ — κασίγνητος brother masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)